κρυφοβλέπω
Смотреть что такое "κρυφοβλέπω" в других словарях:
κρυφοβλέπω — κρυφοκοιτάζω, παρατηρώ κρυφά … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφοτηρώ — και άω βλέπω κρυφά, κρυφοβλέπω, κρυφοκοιτάζω … Dictionary of Greek
κρυφοκοιτάζω — κρυφοκοίταξα, κρυφοκοιτάχτηκα, κρυφοκοιταγμένος, κοιτάζω κρυφά, κρυφοβλέπω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)